- ἀνατεί
- ᾰνᾱτεί ?1 with impunity ἀνατεί τε καὶ ἀπριάτας ἔλασεν (e paraphr. coni. H. J. Mette: ἀναιρεῖται contra metr. Σ in Aristid.) fr. 169. 8.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ανατεί — ἀνατεὶ και ἀνατὶ επίρρ. (Α) [άνατος] επίρρ. χωρίς βλάβη, ατιμωρητί … Dictionary of Greek
ἀνατεί — ἀνᾱτεί , ἀνατί without harm indeclform a̱priv (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνατος — ἄνατος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη, ζημιά 2. αυτός που δεν προξενεί βλάβη, αβλαβής, ακίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν * στερ. + άτη < αάω «βλάπτω». ΠΑΡ. ανατεί κ. ανατί] … Dictionary of Greek